καλόφωτος

καλόφωτος
καλόφωτος, -ον (Μ)
αυτός που φωτίζει καλά, λαμπερά, που διαχέει λαμπρό φως («σελήνη μου καλόφωτε», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερό-φωτος, πολύ-φωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”